χάμσα

χάμσα
και χάνσα, ἡ, Α
1. κύκνος, χήνα
2. λευκό πτηνό, σύμβολο τής σοφίας και τής μύησης
3. ιερό υποζύγιο τού θεού Βράχμα προικισμένο με τη δύναμη να διαχωρίζει το νερό από το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από την Αρχαία Ινδική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”